πολυαρίθμου

πολυαρίθμου
πολυάριθμος
numerous
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διοίκηση — Κάθε δραστηριότητα που αναπτύσσουν τα άτομα και οι διάφοροι δημόσιοι ή ιδιωτικοί οργανισμοί για τη συστηματική και συνεπή διεύθυνση και διαχείριση των υποθέσεών τους. Ωστόσο, σήμερα o όρος τείνει να χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά για τις… …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • Δάτις — (6ος 5ος αι. π.Χ.). Πέρσης στρατηγός. Μαζί με τον Αρταφέρνη, τον ανιψιό του βασιλιά Δαρείου, ήταν αρχηγός του περσικού στρατού στην αποτυχημένη εκστρατεία κατά της Ελλάδας (490 π.Χ.). Ο Δ., επικεφαλής πολυάριθμου στρατού και στόλου, αφού κατέλαβε …   Dictionary of Greek

  • Κωνσταντίνος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της νεότερης Ελλάδας. 1. Κ. Α’ (Κωνσταντίνος Γκλίξμπουργκ, Αθήνα 1868 – Παλέρμο, Σικελία 1923). Βασιλιάς των Ελλήνων (1913 17, 1920 22). Ήταν πρωτότοκος γιος του βασιλιά Γεωργίου Α’ και της βασίλισσας Όλγας. Έπειτα από… …   Dictionary of Greek

  • Μαρδόνιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο μάρτυρας. Η μνήμη του τιμάται στις 30 Σεπτεμβρίου. 2. Καταγόταν από τη Νικομήδεια. Μαρτύρησε το 304 μ.Χ. επί Μαξιμιανού. Η μνήμη του τιμάται στις 28 Δεκεμβρίου. II (; – 479 π.Χ.). Πέρσης στρατηγός …   Dictionary of Greek

  • Μέγης — Μυθολογικό πρόσωπο που αναφέρεται από τον Όμηρο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος της Κτιμένης (κόρη του Λαέρτη) ή της Τιμάνδρας (αδελφή της Ελένης από τον Φυλέα). Συμμετείχε στον Τρωικό πόλεμο ως επικεφαλής σαράντα πλοίων και πολυάριθμου… …   Dictionary of Greek

  • Ριτσόνε — (Riccione). Πόλη της Ιταλίας στην επαρχία Φορλί της Eμίλια Ρομάνια. Χτισμένη στις ακτές της Αδριατικής, αποτελεί μια από τις κυριότερες λουτροπόλεις του νομού. Η απέραντη ακρογιαλιά, οι θαυμάσιες τουριστικές εγκαταστάσεις, οι διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • Ταξίλης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ηγεμόνας της Ινδίας στην περιοχή Ταξίλα, σύμμαχος και πιστός υπήκοος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, αντίπαλος του Πώρου. Ονομαζόταν και Όμφις. Ο Τ. ήταν αυτός που γνώρισε στους Μακεδόνες τους ελέφαντες, τους οποίους όταν για …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”